ανεκδοτολόγος

ανεκδοτολόγος
ο , η рассказчи|к, -ца анекдотов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανεκδοτολόγος" в других словарях:

  • ανεκδοτολόγος — α, ο αυτός που διηγείται ανέκδοτα: Είναι ένας ασυναγώνιστος ανεκδοτολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεκδοτολόγος — ο, η αυτός που συνηθίζει να διηγείται ανέκδοτα …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»